σκηρίπτομαι

σκηρίπτομαι
σκηρίπτομαι
Grammatical information: v.
Meaning: `to support oneself, to uphold oneself' (Od., Nic., Ph.), act. (second., Wackernagel Unt. 131) σκηρίπτω `to support, to uphold' (A. R.), δια- σκηρίπτομαι (AP), ἐπι- σκηρίπτομαι (H. on ἐπισκή-πτω); only pres.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Expressive cross of σκήπτομαι and στηρίξασθαι, ἐστήρικται (pres. στηρίζομαι, first trag.); Wackernagel l.c. a. 1, McKenzie Class Quart. 15, 47. The suppletive pair σκηρίπτομαι : στηρίξασθαι served also a euphonic dissimilation of otherwise arising *στηρίπτομαι : *σκηρίξασθαι; cf. Bechtel Lex. s. v., also Schwyzer 644 w. n. 2. -- Cf. σκηνίπτω.
Page in Frisk: 2,729-730

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκηριπτόμενον — σκηρίπτομαι pres part mp masc acc sg σκηρίπτομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηρίπτω — σκηρίπτομαι pres subj act 1st sg σκηρίπτομαι pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηριπτομέναις — σκηρίπτομαι pres part mp fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηριπτομένους — σκηρίπτομαι pres part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηριπτομένῳ — σκηρίπτομαι pres part mp masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηριπτόμενοι — σκηρίπτομαι pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηριπτόμενος — σκηρίπτομαι pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηρίπτεσθαι — σκηρίπτομαι pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηρίπτεται — σκηρίπτομαι pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηρίπτοντε — σκηρίπτομαι pres part act masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηρίπτων — σκηρίπτομαι pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”